- θνησιγέννητος
- -η, -οαυτός που γεννιέται νεκρός, θνησιγενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + -γέννητος (< γεννώ), πρβλ. α-γέννητος αρτι-γέννητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θνησιγέννητος — η, ο 1. αυτός που πεθαίνει μόλις γεννηθεί. 2. αυτός που γεννιέται νεκρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θνησιγενής — ές 1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός 2. θνησιγέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γενής < γένος (πρβλ. θεα γενής, λιμνα γενής, μετα γενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
θνησιγενής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, που πεθαίνει μόλις γεννηθεί, που γεννήθηκε σχεδόν νεκρός, θνησιγέννητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)